- κρημνόν
- κρημνόςoverhanging bankmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
брегъ — БРЕГ|Ъ (78), А с. 1.Берег: [святой] приде на рѣкоу... крь(с) ѡ(т) дрѣва съставивъ... тѣмь же и водьноѥ съшествиѥ того водѩщи ѡбраза. не разливаѥмоѥ по брегомъ боудеть ни инамо прочеѥ разливаѥть(с). ЖФСт XII, 148 об.; дрѣво. или вино. и прочѩго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω … Dictionary of Greek
εξοικοδομώ — ἐξοικοδομῶ, έω (Α) 1. τελειώνω, ολοκληρώνω την οικοδόμηση 2. γκρεμίζω τμήμα οικοδομής ή τείχους 3. φρ. «ἐξοικοδομῶ τὸν κρημνόν» κατασκευάζω δρόμο δίπλα στον γκρεμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οικο δομώ (< οικοδόμος)] … Dictionary of Greek